υπερβραχυκέφαλος

υπερβραχυκέφαλος
-η, -ο, Ν
ανθρωπολ. αυτός που χαρακτηρίζεται από βραχυκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperbrachycephal (< υπερ-* + βραχύς + κεφαλή). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Κλ. Στέφανο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπερβραχυκέφαλος — η, ο αυτός που έχει υπερβραχυκεφαλία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”